τανιτικός

τανιτικός
-ή, -όν, Α [Τάνις]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής κάτω Αιγύπτου Τάνις*
2. φρ. «τανιτικὸν στόμα»
(στον Στράβ.) ένα από τα στόμια τού Νείλου κοντά στην πόλη Τάνις*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”